-
1 ὑποσυγχέω
A confuse, τὴν Πίσαν καὶ τὴν Ἦλιν Sch.Pi.O.1.28:—mostly in [voice] Pass.,τὰ -κεχυμένα Ph.1.300
, cf. 320 (cj.);ταῦτα ὑποσυγκέχυται Luc.Sol. 10
; somewhat confused,Arist.
Aud. 802a4; of a person, J.AJ16.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποσυγχέω
См. также в других словарях:
υποσυγχέω — Α [συγχέω] συγχέω κάπως («ὑποσυγκεχυμέναι φωναί», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek